- άβυσσος
- Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο και στις μεγάλες τάφρους που τέμνουν βαθιά τον βυθό των θαλασσών, τις πιο πολλές φορές κοντά σε ηπείρους ή σε μεγάλα νησιωτικά συμπλέγματα. Στον Ειρηνικό ωκεανό έχουν επισημανθεί έως τώρα πέντε ά. με βάθος μεγαλύτερο από 10.000 μ. Η βαθύτερη ά. βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Τάφρου των Μαριανών, όπου καταδύθηκαν τον Ιανουάριο του 1960 ο Ζακ Πικάρ και ο Ντον Γουόλς με το βαθυσκάφος Trieste και έφτασαν σε βάθος 10.300 μ. (αξίζει να σημειωθεί, για σύγκριση, πως το βάθος αυτό, σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας, υπερβαίνει κατά 2.000 μ. το μέγιστο ύψος της γήινης σφαίρας επάνω από τη θάλασσα, δηλαδή την κορυφή του Έβερεστ). Το 1995, Ιάπωνες προσδιόρισαν με μεγαλύτερη ακρίβεια το βάθος, στα 10.294 μ. Στις άλλες θάλασσες παρατηρούνται μικρότερα βάθη: στον Ατλαντικό ωκεανό υπάρχει, προς Β του Πόρτο Ρίκο, η Τάφρος Μιλγουόκι, βάθους 9.200 μ.· στον Ινδικό το μέγιστο βάθος φτάνει τα 7.450 μ. προς Ν της Ιάβας· στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό το βάθος υπερβαίνει τα 5.000 μ. μεταξύ του Βόρειου Πόλου και της νήσου του Φραγκίσκου Ιωσήφ· στη Μεσόγειο, προς Ν της Πελοποννήσου και λίγο προς Δ της Κρήτης, το βάθος φτάνει τα 5.020 μ.
Σχετικά με τη θαλάσσια πανίδα πληροφορίες ακριβείς και άφθονες υπάρχουν μέχρι τα 7.000 μ. περίπου· για ζώα που ζουν σε μεγαλύτερα βάθη, πολύ λίγα είναι γνωστά. Οπωσδήποτε, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι κατά την περίφημη κατάδυση του Trieste διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν κοντά στον βυθό ψάρια, οστρακόδερμα και μέδουσες. Αυτό επιβεβαιώνει ότι και στις βαθύτερες α. υπάρχει οξυγόνο διαλυμένο στο νερό, σε ποσότητα τέτοια, που να μπορούν να επιβιώσουν ζωικοί οργανισμοί.
* * *ἄβυσσος, -ον (Α)1. αυτός που έχει αμέτρητο βάθος, αβυσσαλέος2. απέραντος, αμέτρητος, αχανής3. θαλλάσιες περιοχές που εκτείνονται σε βάθη από 2.000 ώς 6.000 μέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βυσσός, ποιητ. τύπος τού βυθός.ΠΑΡ. αρχ. η ἄβυσσοςνεοελλ.αβυσσαίος, αβυσσαλέος, αβυσσικός, αβυσσοειδής].
Dictionary of Greek. 2013.